οκτωκαιδέκατος — ὀκτωκαιδέκατος, η, ον (ΑΜ, Α βοιωτ. τ. ὀκτωκηδέκατος, ον) [οκτωκαίδεκα] ο δέκατος όγδοος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ὀκτωκαιδεκάτη κατά τη δέκατη όγδοη ημέρα … Dictionary of Greek
ὀκτωκαιδέκατος — eighteenth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτωκαιδεκάτω — ὀκτωκαιδέκατος eighteenth masc/neut nom/voc/acc dual ὀκτωκαιδέκατος eighteenth masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτωκαιδέκατον — ὀκτωκαιδέκατος eighteenth masc acc sg ὀκτωκαιδέκατος eighteenth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτωκαιδεκάτη — ὀκτωκαιδέκατος eighteenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτωκαιδεκάτην — ὀκτωκαιδέκατος eighteenth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτωκαιδεκάτης — ὀκτωκαιδέκατος eighteenth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτωκαιδεκάτου — ὀκτωκαιδέκατος eighteenth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτωκαιδεκάτῃ — ὀκτωκαιδέκατος eighteenth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτωκαιδεκάτῳ — ὀκτωκαιδέκατος eighteenth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτωκαιδεκαταίος — ὀκτωκαιδεκαταῑος, α, ον (Α) [οκτωκαιδέκατος] αυτός που συμβαίνει κατά την δέκατη όγδοη ημέρα … Dictionary of Greek